- φυγαίχμης
- -ου, και δωρ. τ. φυγαίχμας, -α, ὁ, Α1. αυτός που αποφεύγει το ακόντιο2. (κατ' επέκτ.) δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- τού αορ. ἔ-φυγ-ον τού ρ. φεύγω* + αἰχμή (πρβλ. καρτερ-αίχμης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυγαίχμα — φυγαίχμᾱ , φυγαίχμης fleeing from the spear masc nom/voc/acc dual φυγαίχμᾱ , φυγαίχμης fleeing from the spear masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγαίχμας — φυγαίχμᾱς , φυγαίχμης fleeing from the spear masc acc pl φυγαίχμᾱς , φυγαίχμης fleeing from the spear masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek